Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη Λέσβο χωρίς τα ελαιόδενδρά της που ασημίζουν κάτω από το άπλετο φως του ήλιου. Εκτός από τη θάλασσα, κανένα άλλο αγαθό της φύσης δεν δέθηκε τόσο πολύ με τον Ελληνικό χώρο, όσο η ελιά και το λάδι της, που έθρεψε τόσους πολιτισμούς, από τη βαθιά αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Οι περιοχές στις οποίες καλλιεργείται η ελιά στη Λέσβο, είναι ορεινές ή ημιορεινές με ξερικά, φτωχά σε ουσία εδάφη. Αυτή η ιδιομορφία της καλλιέργειας σε σχέση με τη ποικιλία, είναι που προσδίδει στο λεσβιακό ελαιόλαδο την υπεροχή σε γευστικότητα και τον εμπλουτισμό σε αρωματικές ύλες.
Λόγω της μη συστηματικής καλλιέργειας ή λόγω της ορεινότητας των περιοχών και της δυσβατότητας των ελαιώνων, η χρήση λιπασμάτων στα ελαιόδενδρα στη Λέσβο, μπορούμε να πούμε ότι είναι περιορισμένη. Εξάλλου η καταπολέμηση του δάκου γίνεται με οργανωμένους από τη Νομαρχία ψεκασμούς από το έδαφος, κατά τους οποίους ψεκάζεται μόνο ο κορμός και όχι το φύλλωμα του δένδρου. Έτσι η επιβάρυνση είναι η μικρότερη δυνατή.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελαιολάδου της Λέσβου έχουν και επίσημα αναγνωρισθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία το έχει κατοχυρώσει ως «ΠΡΟΪΟΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΝΔΕΙΞΗΣ». Επίσης για τα «εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα» της Λέσβου, έχουν εγκριθεί ως ΠΟΠ «ΠΡΟΪΟΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ» οι τοπωνυμικοί χαρακτηρισμοί Μυτιλήνη, Καλλονή Λέσβου και Πλωμάρι Λέσβου.
Έτσι, περιφρουρημένο το Λεσβιακό ελαιόλαδο από πλευράς αγνότητας και ποιότητας, προσφέρεται στην κατανάλωση με τα παρακάτω μακροσκοπικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά:
Όσον αφορά στις συγκεκριμένες ποικιλίες, η Κολοβή, γνωστή και ως Μυτιληνιά, έχει περιεκτικότητα σε λάδι εξαιρετικής ποιότητας, με έντονο άρωμα, απαλή, γλυκιά γεύση και είναι από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες, τόσο από πλευράς ελαιοπεριεκτικότητας, όσο και από πλευράς ποιότητας, ενώ η Αδραμυτινή δίνει λάδι λεπτόρευστο, με εξαιρετικό άρωμα.